Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΜΠΑΝΙΑΣ: ΕΝΑΣ ΠΡΟΚΟΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 


Το καλοκαίρι που μας πέρασε σε μια εκδήλωση για την αγροδιατροφή που έγινε στο Καρπενήσι, ο Ταξιάρχης Μπανιάς, μόνιμος κάτοικος του χωριού Στένωμα Ευρυτανίας βραβεύτηκε ως ο άνθρωπος ο οποίος με την δράση του, πράγμα που υποστηρίζεται και αλληλοεπιδρά από την οικογένειά του και την κοινότητα, αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση και όσοι τον ακολουθήσουν, θα σώσουν την Ευρυτανία από μαρασμό…



Ναι έτσι έχουν τα πράγματα με τον Ταξιάρχη (1975) οποίος 13 ετών αποφάσισε να αποκτήσει το πρώτο του κοπάδι με κατσίκες και τις φρόντιζε μόνος μιας και οι γονείς του δεν είχαν και πολλές σχέσεις με την κτηνοτροφία. Ο πατέρας ήταν ηλεκτρολόγος στην περιοχή αλλά ο Ταξιάρχης επέλεξε να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία από αγάπη στα ζώα και γιατί από μικρός, του άρεσε αυτή η δουλειά. Αφού έβγαλε το δημοτικό σχολείο στο Στένωμα και πήγε και μια εβδομάδα (!) στο Γυμνάσιο Καρπενησίου το οποίο παράτησε καθώς η καρδιά του και η ψυχή του ήταν στο χωριό και στον κόσμο του.

Με μαγιά κάτι λίγες κατσίκες που είχε η μάνα του η οποία όπως κάθε νοικοκυρά εκείνη την εποχή διατηρούσε λίγες κατσίκες, μια αγελάδα και ένα μουλάρι στο σπίτι, ξεκίνησε και αγοράζοντας κατσίκια από την Μαυρομάτα έφτιαξε ένα κοπάδι από 170 κεφάλια και σύντομα άρχισε να λογαριάζεται ως μεγάλος νοικοκύρης κι αυτός στην περιοχή. Τα έφτασε περισσότερα, κάποια στιγμή τα λιγόστεψε και στράφηκε προς τα πρόβατα και έφτιαξε και με αυτά πάλι ένα μεγάλο κοπάδι περί τα 350 κεφάλια. Με τα πρόβατα ασχολήθηκε αρκετά χρόνια και τελευταία, όπως οι περισσότεροι στην περιοχή στράφηκε στα γελάδια και σήμερα θεωρείται από τους μεγαλύτερους κτηνοτρόφους στο Στένωμα το οποίο παρεπιμπτόντως θεωρείται και η μητρόπολη της αγελαδοτροφίας στην Ευρυτανία.  



Η πορεία του δεν ήταν εύκολη, κυρίως γιατί δεν ήξερε πολλά από ζωντανά και κοπάδια και έτσι αναγκάστηκε να τα μάθει όλα μόνος του παρακολουθώντας τους συγχωριανούς του και εισάγοντας φυσικά και κάποιες καινοτομίες. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι αγαπούσε την δουλειά που αποφάσισε να κάνει και βέβαια την βοήθεια που είχε από τον πατέρα του Χρήστο, ο οποίος πέθανε πριν από 7 μήνες, την μητέρα του Βασιλική προόδευσε πολύ σύντομα. Επί πλέον, αυτό που τον βοήθησε πολύ ήταν η πλήρης και εντελεχής γνωριμία με το ανάγλυφο της περιοχής του. Δεν υπήρχε μονοπάτι ή διαδρομή προς το βουνό και το ποτάμι, βοσκοτόπι και λιβάδι που να μην γνώριζε κι αυτό οφείλονταν στην επί αιώνες εκμετάλλευση του τόπου από τους προγόνους του κτηνοτρόφους. Οι γονείς του εκτός από την φύλαξη, τον βοήθησαν πολύ στο άρμεγμα τόσων ζώων. Το γάλα τον χειμώνα το έδιναν στα τυροκομεία ενώ από τον Ιούνιο και πέρα έπηζαν οι ίδιοι τυρί με τον μοναδικό, παραδοσιακό τρόπο που ξέρουν ακόμη στην Ευρυτανία.  

Ο Ταξιάρχης αποτέλεσε μια εξαίρεση για την γενιά του που οι περισσότεροι σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους και τους βλέπει το Στένωμα μόνο στις γιορτές και το καλοκαίρι αλλά είναι αρκετοί αυτοί που ακόμη συνεχίζουν με την κτηνοτροφία και διατηρούν μεγάλα κοπάδια στο Στένωμα. Μεταξύ αυτών και ο αδερφός τους Λάζαρος, οι Παπαδονικαίοι καθώς και λίγοι άλλοι νέοι που κάνουν την διαφορά στο χωριό που αριθμεί γύρω στους 50 μόνιμους κατοίκους. Παλιότερα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Δυτικού Τυμφρηστού και τα κοπάδια του ξεπερνούσαν τα 5.000 κεφάλια αλλά όπως όλα, έτσι κι αυτό λύγισε. Παρά ταύτα το Στένωμα καθώς και τα γειτονικά του, Άγιος Δημήτριος, Γάβραινα, και άλλα διατηρούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο της κτηνοτροφίας στην Ευρυτανία.



Ο Ταξιάρχης όμως δεν περιορίστηκε στην κτηνοτροφία αλλά ανέστησε και διατηρεί κι ένα άλλο χρήσιμο και πολύτιμο επάγγελμα στην περιοχή. Του σύρτη ξυλείας και της μεταφοράς. Ξεκίνησε με δυο – τρία μουλάρια στην αρχή, όταν είδε πως είχε κάμψη στην παραγωγή του κοπαδιού των προβάτων, να σέρνει ξυλεία ελάτης από τα δάση που εκμεταλλεύονταν ο δασικός συνεταιρισμός των χωριανών του και σιγά – σιγά επεκτάθηκε και στη μεταφορά των καυσόξυλων. Καθώς το ανάγλυφο της περιοχής που απλώνονται τα δάση του Τυμφρηστού είναι δύσκολο, η δουλειά του εκτιμήθηκε και έτσι δόθηκε λύση και διέξοδος στο έργο των υλοτόμων. Τη δουλειά αυτή την κάνει το καλοκαίρι και με βοηθό τον Ηλία Ντζιώρα από τη Βράχα ενώ όταν υπάρχει πολύ δουλειά επιστρατεύει κι άλλους συγχωριανούς. Η φήμη του σαν καλό επαγγελματία στις μεταφορές ξυλείας ξεπέρασε τα στενά όρια της Ευρυτανίας και πήγε παραπέρα κι έτσι έχει πηγαίνει για δουλειά σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Το κοπάδι των αλογομούλαρων του αριθμεί περί τα 15 ζωντανά, διαλεγμένα ένα προς ένα και προσεγμένα. Τα φροντίζει ο ίδιος σε κάθε τους ανάγκη, έφτασε μάλιστα να μάθει και να τα πεταλώνει. Ξέρει τις συνήθειες του καθενός, του μιλά προσωπικά και έτσι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και την αναγνώριση, πράγμα που βοηθάει πολύ στην δύσκολη αυτή δουλειά. Επί πλέον, η εμπειρία του τον καθιέρωσε και ως πρακτικό ιατρό των ζώων του, τόσο που τον ζηλεύουν ακόμη και οι κτηνίατροι.


Η περίοδος που ο Ταξιάρχης ασχολείται με τα ξύλα είναι οι θερινοί μήνες, τον χειμώνα μαζεύει τα ζωντανά και τα αφήνει να ξεκουραστούν. Με την αρχή της περιόδου ρίχνει στη δουλειά τα πιο δυνατά ενώ εκείνα που βγαίνουν στην αποστρατεία φροντίζει να τα αντικαθιστά με άλλα που η καταγωγή τους είναι από τη Γαλλία. Από εκεί φθάνουν στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπων, στα Τρίκαλα εδρεύουν οι περισσότεροι κι από εκεί τα προμηθεύεται. Φροντίζει να είναι γερά και πιο πολύ έξυπνα, πράγμα που βοηθάει να ξεπεράσουν και το ζήτημα της γλώσσας! Όσο για την εκπαίδευσή τους, χρησιμοποιεί τις ίδιες πανάρχαιες μεθόδους που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος όταν ημέρωσε για πρώτη φορά άλογα.  



Ο Ταξιάρχης, όπως και η οικογένειά του δεν στέκεται στιγμή! Όλοι βοηθούν, η γυναίκα του Βασιλική, οι κόρες του Ιωάννα που είναι μαθήτρια στο Γυμνάσιο Καρπενησίου και Γεωργία μαθήτρια δημοτικού όπως και ο γιός όταν δεν έχει μαθήματα στη σχολή του. Ακόμη και η σκύλα του, η Έλσα δεν λείπει ούτε στιγμή από τα κοπάδια και τα μουλάρια. Μόνο το χειμώνα που μαζεύει τα ζωντανά στους στάβλους παίρνει μια ανάσα αλλά κι εκεί χρειάζεται διαρκής προσοχή. Με το τάισμα, τα γεννητούρια αλλά και τους λύκους που πολιορκούν τους στάβλους. Προσέχει, δεν θέλει να πάνε χαμένα τα ζωντανά του, είναι κεφάλαιο γι’ αυτόν αλλά και ψυχές που χρειάζονται προστασία από τον καιρό και τα αρπακτικά. Από μέρους τους αυτά και προς ανταπόδοση, τον κάνουν με τον τρόπο τους τον πρώτο νοικοκύρη στο Στένωμα και από την φήμη αυτή προέκυψε και η βράβευση. Για τον Ταξιάρχη Μπανιά συζητάνε όλοι στην Ευρυτανία, τον επαινούν και τον καμαρώνουν και πολλοί θέλουν να του μοιάσουν. Άλλοι μπορούν, άλλοι θέλουν σπρώξιμο και αναζητείται εκείνος που θα το κάνει…

ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ – ΚΥΝΗΓΙ (14/04/2024)

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ KAI ΣΤΙΣ ΓΛΑΣΤΡΕΣ

 


Δεν χάλασε μόνο ο καιρός φέτος που ξέχασε να κάνει χειμώνα και μας έβαλε νωρίς νωρίς στο καλοκαίρι, αλλά και άλλα πράγματα που κρατούσαν την παράδοση μοιάζει να έχουν χάσει το δρόμο τους και να δημιουργούν περίεργες καταστάσεις.

Όπως κάποιοι καλικάντζαροι που όπως δείχνει ξέμειναν φέτος στην επιφάνεια και συνεχίζουν να κάνουν τις γνωστές βρωμιές και τις αταξίες τους. Όχι όλοι οι καλικάντζαροι, αλλά κάποιοι για τους οποίους κι άλλη φορά έχω γράψει τα κατορθώματα. Για όσους δεν θυμούνται, αναφέρομαι στην παραβίαση κάποιων χώρων και αρπαγή διαφόρων ειδών από το σπίτι στο χωριό κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, γεγονότα που έχουν καταγραφεί από κάμερα και θα χρησιμοποιηθούν (μαζί με άλλα) αναλόγως όταν έρθει η ώρα τους.

Το γεγονός όμως δεν πτόησε τους γνωστούς καλικάντζαρους της Κάτω Γειτονιάς να συνεχίσουν τις παραβιάσεις και τις αρπαγές από τις αποθήκες. Ένα σιδερένιο υνί, κειμήλιο της οικογένειας τους γυάλισε αυτή τη φορά και το άρπαξαν από την αποθήκη μαζί με κάτι κουτιά με μπογιές και διάφορα αντικείμενα και άλλα μικροεργαλεία. Τα εργαλεία φαντάζομαι να τους φανούν χρήσιμα, γλιτώνουν και κάτι ευρώ από το να τα αποκτήσουν οι ίδιοι αλλά το υνί; Τι να το κάνουν, θα φτιάξουν αλέτρι να το προσαρμόσουν και θα ζέψουν τις νταρλαΐνες να οργώσουν; Μπορεί, μέχρι εκεί τους φτάνει….

Εκείνο όμως που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, τόση που δεν μπορώ να το πιστέψω είναι ότι άρπαξαν κι όλες τις γλάστρες από την αυλή του σπιτιού - η μια μάλιστα ήταν ασήκωτη, πενήντα χρόνια την φρόντιζε η μάνα και ήθελε τουλάχιστον τρία άτομα να την μεταφέρουν ως το αυτοκίνητο για να «ταξιδέψει» μέχρι την παραλία που την πήγαν να παραθερίσει. Η ενέργεια αυτή των καλικάντζαρων που διάλεξαν μάλιστα νύχτα να δράσουν ώστε να μην τους γράφει η κάμερα έγινε ήδη ανέκδοτο στο χωριό και στην περιοχή αλλά τι να λέμε; Καλικάντζαροι ήταν, καλικάντζαροι θα μείνουν…

Στη φωτογραφία, η αυλή άδεια από τις γλάστρες της μάνας

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 31032024

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

ΠΩΣ ΜΑΘΑΜΕ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ’21

 



Ξημερώνει η μεγάλη μέρα και το πνεύμα της έχει κατακλύσει τα κοινωνικά δίκτυα, με ιδιαίτερες σημειώσεις προσαρμοσμένες στις αντιλήψεις του καθενός, αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα, αποσπάσματα από ιστορικά κείμενα, φωτογραφίες από παρελάσεις – πολλές από την εποχή του ασπρόμαυρου φιλμ που προκαλούν νοσταλγία, άλλες σύγχρονες με εκδηλώσεις των βλαστών κάθε οικογένειας, άλλες με μνημεία που σημαίνουν τον μεγάλο αγώνα που έδωσαν οι Έλληνες το 1821 να ελευθερωθούν.

Μέσα σε αυτό τον καταιγισμό ακόμα ένα σημείωμα θα ήταν περιττό αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ σαν είδα στο Fb έναν καλό φίλο, τον εξ Αγράφων ορμώμενο Γιάννη Μάκκα ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως ο κορυφαίος συλλέκτης στοιχείων του μεταπολεμικού λαϊκού πολιτισμού σε ότι αφορά τα έντυπα και την διαφήμιση, ο οποίος παρουσίασε μέρος της συλλογής του από τετράδια διακοσμημένα με εξώφυλλα από εικόνες της επανάστασης καθώς και μια σειρά από λαϊκά περιοδικά με ύλη από την ίδια περίοδο.

Με συγκίνησε όντως γιατί πρόλαβα κι εγώ αυτά τα τετράδια με τα εξώφυλλά τους γεμάτα από ήρωες και σκηνές από το 1821 καθώς και με ποικίλα θρησκευτικά θέματα. Μαθητής ακόμα του Δημοτικού, εκεί στη δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία θαύμαζα τους ήρωες (Ο Διάκος και ο Ανδρούτσος) ήταν οι αγαπημένοι μου καθώς ήταν Ρουμελιώτες και τα τετράδια με αυτούς ποτέ δεν ήταν τα πρόχειρα, αλλά σοβαρών μαθημάτων, όπως η Ιστορία ενώ για τα Θρησκευτικά είχα τον Παπαφλέσσα και για την έκθεση, τον Ρήγα Φεραίο. Για κάθε μάθημα είχα έναν ήρωα κι έτσι πέρασαν τα χρόνια μέχρι που ήρθαν τα τετράδια με τα μπλέ εξώφυλλα και ισοπέδωσαν τα πάντα. Δυστυχώς δεν υπήρξε καμιά πρόνοια για αυτά και τα περισσότερα χάθηκαν, ένα των εκθέσεων από το Γυμνάσιο σώθηκε.

Έτσι ο Γιάννης με ταξίδεψε σε εκείνη την εποχή που το 1821 διατηρούσε μια επικαιρότητα για την παιδική ηλικία και οι αφηγήσεις γι’ αυτό από τους τρανότερους διαρκείς. Αν και στην περιοχή πέριξ του Τυμφρηστού, όπως και σε όλη την Ελλάδα εξάλλου κάπνιζαν ακόμη τα ερείπια της τραγικής δεκαετίας 1940 – 1950 για την οποία η σιωπή ήταν επιβεβλημένη, οι ήρωες και οι σκηνές του 1821 έρχονταν από την αιωνιότητά τους, σαν σκιές να καλύψουν άλλα φρέσκα γεγονότα για τα οποία έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια να μάθουμε την αλήθεια…

Χρόνια Πολλά σε όλους. Χρόνια Πολλά Ελλάδα!

ΑΘΗΝΑ, 25032024

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΗ ΕΞΑΡΧΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 32 ΧΡΟΝΙΑ

 


Και μια ανάμνηση από της «Ελευθεροτυπία» της χρυσής εποχής

Τι σύμπτωση! Την ημέρα που ανακοινώθηκε πως οι τίτλοι της «Ελευθεροτυπίας» πέρασαν στα χέρια της Alter Ego (του Μαρινάκη) συναντήθηκα σε μια ωραία εκδήλωση που διοργάνωσε χθες η «Συντροφιά των Βλάχων της Αθήνας» στο ΕΤΕΡΟΝ για την Ημέρα της Γυναίκας και δη της Αρμάνας - που είχε πάντα ξεχωριστή θέση στην Κοινωνία των Βλάχων - μέσα από το έργο ενός σχεδόν άγνωστου ποιητή, του Αλέξανδρου Αγγέλου στην αρμάνικη γλώσσα και για έναν συγγραφέα, τον Γιώργη Έξαρχο με αναρίθμητα τα πονήματα της Ιστορίας, της Λαογραφίας και Λογοτεχνίας.

Τον Γιώργη Έξαρχο είχα γνωρίσει εκεί στο πέρασμα της δεκαετίας του ’80 με την δεκαετία του ’90 στην «Ελευθεροτυπία» όταν δημοσίευε σε μια ατέλειωτη σειρά σελίδων την περίφημη έρευνά του «Αυτοί είναι οι Βλάχοι» που συζητήθηκε (όπως και οι επόμενες που ακολούθησαν) όσο καμιά άλλη εκείνη την εποχή και άνοιξε ένα διάλογο που έριξε φως στο θέμα των Βλάχων της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Αν και δεν ήταν της ώρας, καταφέραμε να πούμε δυο λόγια για εκείνη την αλησμόνητη εποχή της Ελευθεροτυπίας και σταθήκαμε στην ελευθερία που παρείχε η εφημερίδα στους συντάκτες της να γράφουν τις απόψεις τους και να αντιμετωπίζουν ανοιχτά τον διάλογο απ’ όπου κι αν αυτό προέρχονταν. Δυο λόγια που μας γύρισαν πίσω 30 χρόνια και που η κατακλείδα τους ήταν ότι αυτές οι εποχές δεν γυρίζουν, όσα χρήματα και ιδέες έχει η νέα ιδιοκτησία της «Ελευθεροτυπίας»…

ΑΘΗΝΑ, 05032024

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΜΑΡΧΗ ΣΤΟΝ ΦΡΟΥΡΑΡΧΟ…

 


Ένα χρόνο τώρα ελάχιστοι από τους 300 της Βουλής αναρωτήθηκαν αν πίσω από τον περίφημο σταθμάρχη έχουν και άλλοι ευθύνη για την τραγωδία των Τεμπών. Χθες, την ημέρα της οργής οι περισσότεροι κρύφτηκαν στα γραφεία τους και σαν είδαν πως ο κόσμος  τους άφησε το μήνυμα στην αυλή τους, έβαλαν τον φρούραρχο τη νύχτα να… καθαρίσει. Τόσο λίγοι…   

ΑΘΗΝΑ, 29022024

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΟΙ «ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΒΟΣΚΕΣ» ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

 


Στην μνήμη ενός σπουδαίου συγγραφέα (27/02/1902 – 20/12/1968)

Από τα πρώτα βιβλία που διάβασα στη ζωή μου ήταν οι «Ουράνιες βοσκές» του Τζων Στάινμπεκ. Πήγαινα ακόμη στην Τρίτη του Δημοτικού σχολείου αλλά διάβαζα ότι εύρισκα, είχα προλάβει θυμάμαι να διαβάσω όλα τα βιβλία στη φτωχή βιβλιοθήκη του χωριού, είχα ξεκοκκαλίσει τον «Θησαυρό των Γνώσεων» και λαχταρούσα να ρουφήξω όλα τα βιβλία του κόσμου. Τώρα στη βαθιά εφηβεία παραδέχομαι πως δεν θα προλάβω…

Τέλος πάντων, διάβαζα ότι βιβλίο εύρισκα και ένα απόγευμα ανακάλυψα έναν θησαυρό. Τέτοιος καιρός ήταν πάνω κάτω, είχε φύγει το χιόνι και με είχαν στείλει να βοσκήσω το μικρό κοπάδι του σπιτιού στον κήπο του Λεωνίδα Παπαγιάννη, ενός σπουδαίου συγχωριανού, απόστρατου της Χωροφυλακής που έμεινε αρκετό καιρό το καλοκαίρι στο χωριό. Ο κήπος που είχε πολλά δέντρα, φιρικιές, ήταν περιφραγμένος κι έτσι το κοπάδι (επτά κατσίκες και δέκα πρόβατα) δεν ήθελε ιδιαίτερη προσοχή και μιας και βρήκα ανοιχτή την πόρτα του κατωγιού, μπήκα από περιέργεια μέσα με σκοπό να δω τι υπάρχει.

Υπήρχαν διάφορα πράγματα, αυτά που συνήθως υπάρχουν σε αγροτικά σπίτια τα οποία δεν μου κινούσαν κανένα ενδιαφέρον αλλά τα μάτια μου έλαμψαν και με έπιασε κρύος ιδρώτας όταν ανακάλυψα πάνω σε ένα αμπάρι ένα σωρό βιβλία από τη σειρά «100 Αθάνατα Έργα» των εκδόσεων «Γεωργίου Παπαδημητρίου». Άρχισα αμέσως να τα ξεφυλλίζω, κάποια με ενθουσίασαν όπως του Καρόλου Ντίκενς που ήξερα ήδη, κάποια με άφησαν αδιάφορο. Δεν ήξερα συγγραφείς όπως ο Κόνραντ, Πόε, ο Μπέρξον και πολλοί άλλοι που έργα τους είχαν κυκλοφορήσει σε αυτή τη σειρά.

Καθώς ήμουν στη βοσκή του κοπαδιού, πράγμα που δεν δυσανασχετούσα καθόλου όταν με έστελναν (εκτός τις ημέρες που έκανε κρύο ή έβρεχε αλλά ούτε τότε γλίτωνα) γιατί έτσι εύρισκα χρόνο και ησυχία να διαβάσω. Κοντά στο κοπάδι μέχρι τα 16 χρόνια μου που με πήρε ο πατέρας στις οικοδομές είχα προλάβει και διαβάσει τη μισή ελληνική αλλά και ξένη λογοτεχνία χάρη στην πλούσια βιβλιοθήκη που είχε το Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου. Από το κατώι του Παπαγιάνη που το καθιέρωσα τότε σαν δανειστική βιβιοθήκη πήρα θυμάμαι τις «Ουράνιες βοσκές» και τα «Δύσκολα Χρόνια» του Ντίκενς με την υπόσχεση στον εαυτό μου να τα ξαναπάω εκεί που τα βρήκα. Όντως τα πήγα, τα ξαναπήρα όμως να τα κρατήσω αλλά κάπου μέσα σε τόσα χρόνια τα έχασα.

Έτσι λοιπόν οι «Ουράνιες Βοσκές» μου κέντρισαν το ενδιαφέρον και έτσι γνώρισα τον Τζον Στάινμπεκ και έχω διαβάσει μέχρι σήμερα όλα τα βιβλία του, προτιμώ μάλιστα να τα διαβάζω σε παλιές εκδόσεις, με πολυτονικό και το χαρτί να μυρίζει χρόνο. Μου άρεσε, με συγκίνησε τότε τα όσα έγραφε για τους απόκληρους, τους ιδιαίτερους, τους κατατρεγμένους στις Ουράνιες Βοσκές της Καλιφόρνια. Μου άρεσε όμως περισσότερο όταν προχθές ανακάλυψα στον αγαπημένο μας «Ναυτίλο» (Χαριλάου Τρικούπη 28, 21 0361 6204) το βιβλίο, όχι βέβαια με το χοντρό εξώφυλλο αλλά αυτό δεν με πείραξε καθόλου. Το πήρα, και το διάβασα άλλη μια φορά, με περισσότερη προσοχή βέβαια και συγκινήθηκα περισσότερο τώρα με την τραγική μοίρα των χαρακτήρων που περιγράφει…

ΑΘΗΝΑ, 27022024

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

ΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΒΙΣΩΝΕΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ


 

Ακούω ότι ενόψει της αυριανής καθόδου (και όχι απόβασης όπως λένε κάποια ανεκδιήγητα ΜΜΕ) των αγροτών στην Αθήνα μεταξύ άλλων συζητιέται και ο αριθμός των τρακτέρ που θα επιτραπεί να μπει στο κέντρο της Αθήνας όπως επίσης και ρυθμίσεις που θυμίζουν εορταστική επίσκεψη εθνικοτοπικού συλλόγου στον Άγνωστο Στρατιώτη. Δεν θα μπω στον πειρασμό να σχολιάσω σήμερα τα πράγματα, έχουμε χρόνο μπροστά μας γι’ αυτά. Δεν μπορώ όμως να τα παρακάμψω και να τα συσχετίσω με μια ωραία φωτογραφία που πέρασε πριν από λίγο μπροστά από τα μάτια, της  Cyndi Peterson Hash από την σελίδα «Yellowstone Through The Lens» με βίσωνες να περπατούν ακάθεκτοι μέσα στο χιόνι.

Οι βίσωνες είναι ένα υπέροχο ζώο που κινδύνευσε να εξαφανιστεί λόγω της επέκτασης του «πολιτισμού» στην αμερικάνικη Δύση και ευτυχώς και χάρη σε πρωτοβουλίες και πολιτικές που προστάτευσαν το είδος κατάφεραν να διασωθούν και να αποτελούν ένα δυναμικό στοιχείο της εκεί υπαίθρου. Βλέποντας την ομάδα αυτών των δυνατών ζώων να προχωρά ακάθεκτη μέσα στο χιόνι σκέφτομαι ποια δύναμη θα μπορούσε να τους κόψει το δρόμο και μοιραία συσχετίζω  την κίνησή τους με τα μηχανοκίνητα σώματα και τις ομάδες των αγροτών που θα «πατήσουν» την Αθήνα αύριο. Ποιος και με ποιον τρόπο θα εμποδίσει τα τρακτέρ να παρελάσουν στους κεντρικούς δρόμους και ποιος παίρνει την ευθύνη να τους βάλει σε μια βάλει να περπατάνε στο μισό δρόμο; Και από την άλλη, ποιοι από τους αγρότες και βάσει ποιων συμφωνιών θα αποδεχτούν κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που η μοίρα τους δεν έχει διαφορά με εκείνη των βισώνων πριν από λίγες δεκαετίες στην άγρια Δύση;

ΑΘΗΝΑ, 19022024